- ακλυδωνιστος
- ἀκλυδώνιστοςἀ-κλῠδώνιστος2не колеблемый
ἀ. τῶν πνευμάτων Polyb. — защищенный от ветров
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀ. τῶν πνευμάτων Polyb. — защищенный от ветров
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
ἀκλυδώνιστος — not lashed by waves masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακλυδώνιστος — η, ο (Α ἀκλυδώνιστος, ον) [κλυδωνίζομαι] αυτός που δεν κλυδωνίζεται, δεν ταράσσεται από τα κύματα αρχ. προφυλαγμένος από την τρικυμία … Dictionary of Greek
ακλυδώνιστος — η, ο αυτός που δεν ταράζεται από τα κύματα: Μ όλη την τρικυμία το καράβι ταξίδευε σχεδόν ακλυδώνιστο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκλυδώνιστον — ἀκλυδώνιστος not lashed by waves masc/fem acc sg ἀκλυδώνιστος not lashed by waves neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άκλυστος — ἄκλυστος, ον (Α) [κλύζω] ο ακλυδώνιστος … Dictionary of Greek